- σκοτιδινία
- η, ΝΑ, και ιων. τ. σκοτοδινίη, Ασκοτοδίνηαρχ.μτφ. διανοητική σύγχυση, ταραχή τού νου («καὶ τοῡθ' ἡμῶν ἀπορουμένων ἔτι μείζων κατεχύθη σκοτοδινία», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δινία (< δίνη), πρβλ. παλιν-δινία].
Dictionary of Greek. 2013.